- σηκολόαι
- σηκολόαι· λῃσταί, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηκολόης — ου, ὁ, Α 1. αυτός που καταστρέφει, που ερημώνει τον σηκό, δηλαδή τον στάβλο 2. στον πληθ. οἱ σηκολόαι (κατά τον Ησύχ.) «λῃσταί». [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» + ὄλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek